κακοφραδής

κακοφραδής
κακο - φραδής, ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] …   Dictionary of Greek

  • κακοφραδής — bad in counsel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφραδές — κακοφραδής bad in counsel masc/fem voc sg κακοφραδής bad in counsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφραδέες — κακοφραδής bad in counsel masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφραδέων — κακοφραδής bad in counsel masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] …   Dictionary of Greek

  • κακοφραδία — κακοφραδία, ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) [κακοφραδής] (ποιητ. λ.) κακή σκέψη, ανοησία, μωρία, άνοια …   Dictionary of Greek

  • κακόφραστος — κακόφραστος, ον (Α) (σχόλ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραστος (< φράζω), πρβλ. πολύ φραστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”